μεταφορικός — apt at metaphors masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικός — ή, ό (Α μεταφορικός, ή, όν) [μεταφορά] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μεταφορά ή αυτός που προσιδιάζει στη μεταφορά («μεταφορικό μέσο») 2. γραμμ. αυτός που εκφράζεται με μεταφορά, ο αλληγορικός («μεταφορική σημασία») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μεταφορικά — μεταφορικός apt at metaphors neut nom/voc/acc pl μεταφορικά̱ , μεταφορικός apt at metaphors fem nom/voc/acc dual μεταφορικά̱ , μεταφορικός apt at metaphors fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικώτερον — μεταφορικός apt at metaphors adverbial comp μεταφορικός apt at metaphors masc acc comp sg μεταφορικός apt at metaphors neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικῶν — μεταφορικός apt at metaphors fem gen pl μεταφορικός apt at metaphors masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικόν — μεταφορικός apt at metaphors masc acc sg μεταφορικός apt at metaphors neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικαῖς — μεταφορικός apt at metaphors fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικαί — μεταφορικός apt at metaphors fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικοῖς — μεταφορικός apt at metaphors masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορικοῦ — μεταφορικός apt at metaphors masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)